- σκαλαθύρω
- σκαλαθύρω, (a) eigtl., von σκάλλω, graben; (b) im obszönen Sinne: beschlafen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σκαλαθύρω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω 2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»] … Dictionary of Greek
σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία … Dictionary of Greek